Περισσότερο απ’ όλους όμως θαύμαζα όλους αυτούς που κατάφερναν να διοργανώνουν έναν τόσο όμορφο αγώνα και για τον ίδιο το σύλλογο αλλά και για την πόλη μας. Κι έλεγα μέσα μου μακάρι να μεγαλώσω και να μπορέσω κάποια στιγμή να γίνω κι εγώ μέλος του ΜΟΓ να φοράω το μπλουζάκι του συλλόγου και να βοηθάω από οποιοδήποτε οργανωτικό πόστο σ’ ένα τόσο σημαντικό γεγονός. Και η δίψα μου, αλλά και το μεράκι για τη μηχανή και το ΜΟΓ φαινόταν ακόμα περισσότερο όταν ο αγώνας ολοκληρωνόταν και οι μηχανές έπαιρναν μία… μία το δρόμο της επιστροφής για τις πατρίδες τους κι εγώ γύριζα σπίτι, έκλεινα τα αυτιά στις φωνές της κυρίας Δήμητρας που φώναζε για τα διαβάσματα της επόμενης ημέρας καθώς ξημέρωνε Δευτέρα και ονειρευόμουν. Και η γλυκιά αυτή μελαγχολία κάθε φορά που κάτι ωραίο τελειώνει, κυριαρχούσε στο μυαλό και στα συναισθήματα μου. Ανυπομονούσα για την επόμενη χρονιά. Πότε θα περνούσε ο χρόνος και οι «ξεροί» ήχοι των μηχανών θα κατέκλυζαν και πάλι την πόλη. Πότε θα έκαναν την εμφάνιση τους στην πλατεία των Γρεβενών ο Ερίκος o Καρέρ με το ΚΤΜ, ο Χελιώτης, o Σπυριδόπουλος με τη HUSEMBERG και το γλυκύτατο μπουλντόγκ του, ο Τασιούλης με τις extreme αναρτήσεις του (αυτό θυμάμαι το έλεγαν όλοι αλλά δεν καταλάβαινα τι εννοούσαν) και όλοι αυτοί που είχα γνωρίσει την προηγούμενη χρονιά και θαύμαζα και ανυπομονούσα να δω να αγωνίζονται και πάλι. Σε μηχανή δεν ανέβηκα ποτέ, αλλά δεν έπαψε ποτέ να με γοητεύει η συμμετοχή σ’ ένα τόσο σημαντικό θεσμό. Εκείνα τα χρόνια με ικανοποιούσε και μόνο η παρουσία μου εκεί. Η μαγεία της οργάνωσης για κάτι τόσο όμορφο για το σύλλογο και την πόλη. Όλο αυτό το άγχος να πάνε όλα καλά και να μην μείνει παραπονεμένος κανείς, οι καβγάδες και οι κόντρες που πάντα κατέληγαν σε μια ζεστή χειραψία η μια ακόμα πιο ζεστή αγκαλιά, όλη αυτή η μαγεία της οργάνωσης ενός θεσμού από τον κορυφαίο σύλλογο της πόλης.
Ένας σύλλογος που δεν έμεινε μόνο στη μηχανή και προχώρησε ακόμα παραπάνω με αφορμή την τρέλα και το μεράκι όλων αυτών των παιδιών. Ένα μπουκάλι κρασί, λίγο φούμο από τις εξατμίσεις των μηχανών, ένα μαύρο καπέλο, μια ορχήστρα και όλοι στο δρόμο. Ήταν αρκετό για να γίνει αυτή η αυθεντική στιγμή κεφιού ένας θεσμός για τον οποίο μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια παραμιλάει και ζηλεύει ολόκληρη η Ελλάδα.
Ένας θεσμός που πλαισιώθηκε από πολύ κόσμο που οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν ανέβει ποτέ τους σε μηχανή σε συνδυασμό με τους μάχιμους/παλαίμαχους αναβάτες. Μόνο τυχαίο δεν ήταν άλλωστε το: «Ανακατωσάρια, ο από ΜΗΧΑΝΗΣ θεσμός».
Κατάφερε έτσι ο ΜΟΓ για δεύτερη φορά να κάνει τα Γρεβενά γνωστά σε ολόκληρη την Ελλάδα παράγοντας… πολιτισμό.
«Ανακατωσάρια; Κι αυτό ο ΜΟΓ το διοργανώνει; Εμείς ξέραμε μόνο για τον καλύτερο αγώνα ΕΝDURO στην Ελλάδα. Τώρα μάθαμε και το καλύτερο αποκριάτικο φεστιβάλ με μεγάλη διαφορά από το δεύτερο» είναι κάτι που έχει ακουστεί από πολλά στόματα όλα αυτά τα χρόνια.
Όλα αυτά μέχρι το Σεπτέμβριο του 2010 όπου στα γραφεία του ΜΟΓ, παίχτηκε το τελευταίο επεισόδιο ενός θεσμού με ιστορία δέκα ολόκληρων χρόνων. Εκεί όπου ο ίδιος ο σύλλογος και για την ακρίβεια η πλειοψηφία των μελών που έδωσαν το παρών στην προγραμματισμένη γενική συνέλευση σε συνδυασμό με κάποιους που αγάπησαν φέτος τη μηχανή, παρ’ ότι οδηγούν χρόνια, αποφάσισαν πως πρέπει ο ΜΟΓ, ο «πατέρας» των «Ανακατωσαρίων» να απαρνηθεί το «παιδί» του και να το… παρατήσει, αφήνοντας το να βρει μόνο του το δρόμο στη δύσκολη συνέχεια, με όλους τους κινδύνους, γνωρίζοντας κατά βάθος ότι υπάρχουν άνθρωποι που το αγαπάνε και που δεν θα το παρατήσουν αλλά θα το… φροντίσουν. Η ουσία είναι ότι μετά από δέκα χρόνια πορείας γεμάτη μαγικές στιγμές που είναι αδύνατον να τις περιγράψει κάποιος μέσα σε μερικές σειρές ή σε κάποιες κόλες χαρτιού τα «Ανακατωσάρια» έγιναν ο από μηχανής θεσμός χωρίς τη… μηχανή πλέον.
Είχα την τύχη να βρεθώ πολύ κοντά σ’ αυτό το θεσμό, ότι δηλαδή δεν μου επέτρεπε η ηλικία να κάνω με το αγωνιστικό κομμάτι του ΜΟΓ και κατάλαβα πως δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από την ενασχόληση σου μ’ ένα θεσμό που αποτελεί στολίδι για την πόλη που γεννήθηκες και μεγάλωσες. Μια πορεία γεμάτη συναισθήματα, εικόνες και όνειρα. Φιλίες, κόντρες, ευθύνες και ένα γλυκό όραμα παραγωγικότητας για τη ζωή. Μια πορεία γεμάτη στιγμές. Και το «ζήσε τις στιγμές» που έλεγε πάντα ο Βαγγέλης μ’ έκανε να καταλάβω πόσο σημαντικό είναι μερικές φορές το κάθε λεπτό που περνάει στη ζωή μας. Μ’ έκανε να καταλάβω πως το θέλω και το μπορώ μπορεί να ξεπεράσει το πρέπει και το δεν γίνεται. Το θέλω και το μπορώ, είναι ικανό να ξεπεράσει πολιτικά παιχνίδια και προσωπικές σκοπιμότητες.
Γυρνώντας το χρόνο πίσω ειλικρινά δεν ξέρω αν θα ήθελα να είχαν εξελιχτεί αλλιώς τα πράγματα αναφορικά με το ΜΟΓ τους αγώνες και τα Ανακατωσάρια. Δεν ξέρω αν θα προτιμούσα να ζω σε κάποια άλλη εποχή και να έχω προλάβει να ζήσω ενεργά και το αγωνιστικό κομμάτι αυτού του συλλόγου, είμαι σίγουρος όμως πως τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τα δέκα αυτά χρόνια πορείας ενός θεσμού που πραγματικά αποτέλεσε την Ιθάκη της ευτυχίας για τους γρεβενιώτες αλλά και για όλους αυτούς που είχαν την τύχη να το ζήσουν έστω και για μία φορά και που σίγουρα στην πορεία δεν ήταν μόνο μία. Αυτό που εγώ κατάλαβα με το φτωχό μου μυαλουδάκι είναι πως στη μηχανή ο αναβάτης είναι ένας, άντε δύο, άντε τρεις για τους πιο ριψοκίνδυνους. Σ’ ένα θεσμό όμως δεν υπάρχουν «θέσεις» και οι αναβάτες είναι πολλοί και μπορούν να γίνουν περισσότεροι. Κι αυτό αποδείχτηκε όλα αυτά τα χρόνια και θα συνεχίσει να αποδεικνύεται όσο θα υπάρχουν άνθρωποι που δεν θα πάψουν ποτέ να ονειρεύονται. Κι όπως λέει κι ο στίχος ενός εξαιρετικού τραγουδιού «Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει».
fuitakos