Saturday 24 July 2010

Wednesday 21 July 2010

Ρίκα μου αγαπημένη

του Άρη Δαβαράκη

Ο τρόπος με τον οποίον ξεκινάς το κείμενό σου «Ενας απο μας» προδιαθέτει πολύ αρνητικά τον αναγνώστη - εμένα προσωπικά κυριολεκτικά με τρόμαξε. Χρειάστηκε να διαβάσω πολλές φορές αυτό που γράφεις για να "καθαρίσει" κάπως η εικόνα και να κατακάτσουν οι λέξεις "Θα ξεράσω με την αγιοποίηση", την ώρα που δεν είχε προλάβει κάν να γίνει η κηδεία του δολοφονημένου συνανθρώπου. Ενός ανθρώπου που δεν είναι σαφές απο την αρχή, οτι όπως πολύ σωστά λες στο τέλος του κειμένου σου, ήταν "ένας από μας" - τελεία.

Καταλαβαίνω τί σε ενοχλεί τόσο πολύ σε κάποια μπλoγκ, τα παιχνίδια που παίζονται και η "ανωνυμία". Στήλες όμως "έγκυρες" και κλασικές της "παλιάς δημοσιογραφίας" (ναι, της "σοβαρής", ο Θεός να την κάνει) που αποφεύγω να τις κατονομάσω αλλά όλοι τις ξέρουμε, δεν κάνανε μήπως τεράστια σουξέ με υπογραφές σαν «Μέδουσα» ή «Επίορκος» ή «Κάπου έκατσα και ειδα κι έχω να σας διηγηθώ», χωρίς υπογραφές; Τόσα και τόσα δεν γράφονται στις εφημερίδες και τα περιοδικά χωρίς υπογραφή ή με ψευδώνυμα; Μπορεί εσύ και εγώ να μην το κάναμε ποτέ, άνθρωποι όμως για τους οποίους σήμερα θα "πενθούσε σύμπασα η δημοσιογραφική οικογένεια" αν ήταν στη θέση του Σωκράτη Γκιόλια, έχουν στηρίξει τις καριέρες τους στην έντυπη (και την τηλεοπτική- ραδιοφωνική "δημοσιογραφία"), σε εκβιασμούς, "κασέτες" και απειλές, σε πάρε-δώσε, διαπλοκές και καταγγελίες ανώνυμες.

Δεν εμφανίστηκε το φαινόμενο της ανωνυμίας με τα μπλογκ, υπήρχε και στα «καλά μαγαζιά», της Ελένης Βλάχου, του Χρήστου Λαμπράκη, του κ. Μπόμπολα - παντού υπάρχουν στήλες και καταγγελίες που καλύπτονται πίσω από την ανωνυμία, από καταβολής δημοσιογραφίας φαντάζομαι, στην Ελλάδα και παγκόσμια. Θα μου πείς «εκεί μπορείς να μυνήσεις την εφημερίδα». Και θα σου απαντήσω πως πρέπει να έχεις πολύ γερά κότσια για να τα βάλεις με τα τεράστια εκδοτικά συγκροτήματα και τα νομικά τους τμήματα, πολλά λεφτά για δικηγόρους και ισχυρή στήριξη απο την κοινωνία – και σχεδόν κανείς δεν τό τόλμησε, όσο και αν τον συκοφαντούσαν ανυπόγραφα και τον διέσυραν οι «εγκυροι», οι «διάσημοι»» και οι ταμπουρωμένοι πίσω απο ισχυρά πολιτικοεκδοτικά και άλλα συμφέροντα «σοβαροί δημοσιογράφοι».

Προσωπικά εγώ, όπως και εσύ, το απεχθανόμουν πάντα το «ανώνυμο», γι΄αυτό και όταν ανέλαβα μια στήλη που ήθελε «αλατοπίπερο» και είχε ήδη τίτλο "Σφήνες" (αιώνες πριν, στον "Ταχυδρόμο") ζήτησα να μπει το όνομά μου κάτω απο το «Σφήνες». Δεν σημαίνει όμως οτι δεν ήξερα τι συνέβαινε γύρω μου. Μέχρι και στου Κοσκωτά το μαγαζί έχω δουλέψει, τότε που έχτιζε την μεντιατική του αυτοκρατορία ο βασιλιάς που ήταν γυμνός - στο περιοδικό «ΕΝΑ» έγραφα εγώ, με διπλό μισθό απ΄αυτόν που μου 'δινε μέχρι λίγες μέρες πρίν ο Αρης Τερζόπουλος για την αντίστοιχη στήλη στην «Γυναίκα». Ηξερα πως στην Παλλήνη ξοδεύονταν βρώμικα λεφτά, ενω στο Τερζοπουλέϊκο, καθαρά και τίμια χρήματα, βγαλμένα απο πωλήσεις και διαφημίσεις, αλλά άφησα την εντιμη και αστική «Γυναίκα» και πήγα στο καινουργιοχτισμένο μπουρδέλο – με την υπογραφή μου πάντα βέβαια, δεν το συζητάμε αυτό. Δεν μπορώ όμως ξαφνικά να παραστήσω την παρθένα, τόσα χρόνια στο κουρμπέτι.

Ακόμα και αν κάποιοι σαν εσένα και σαν εμένα δεν κρυφτήκαμε ποτέ πίσω απο ψευδώνυμα, ξέρουμε καλά «σημαντικούς» και «έγκυρους» δημοσιογράφους (πρό Ιντερνετ) που έχουν κάψει κόσμο και κοσμάκη ανωνύμως, έχουν εκβιάσει, έχουν οδηγήσει πρόσωπα, επιχειρήσεις, οικογένειες στην απόγνωση - χωρίς να υπογράφουν. Γιατί ξαφνικά "ξερνάμε" με τα μπλόγκ και δεν ξερνάγαμε με όλα αυτά τα παιχνίδια που, δεκαετίες τώρα, παιζόντουσαν – και παίζονται - στο γνωστό, αναντάμ-παπαντάμ, «δικό μας», και, δυστυχώς, κοινό γήπεδο των ΜΜΕ;

Σου γράφω αυτό το γράμμα δημοσίως ακριβώς γιατί, όπως γράφεις κι εσύ, εδω στο Protagon.gr τα λέμε αυτά που «σκεφτόμαστε διαφορετικά», φωναχτά, και τα υπογράφουμε. Αυτό μας κάνει τόσο διαφορετικούς σε μια εποχή που το «κάτω απ΄το τραπέζι» και το «σκοτεινό και υπόγειο», έχει καταντήσει, δυστυχώς, ο κανόνας. Ξέρεις νομίζω πόσο σε εκτιμώ και, μέσα στα χρόνια, μας έχει δοθεί η ευκαιρεία να δούμε οτι, ακόμα και αν, σε κάποια πράγματα, κάποιες στιγμές (πάντα περαστικές), διαφωνούμε, αγαπιόμαστε και σεβόμαστε ο ένας τον άλλον ειλικρινά.

Στεναχωρέθηκα πάρα πολύ με αυτή την δολοφονία και, 40 με 50 ώρες μετά, συνεχίζω να είμαι σοκαρισμένος και πολύ προβληματισμένος. Έχω ένα πραγματικό πάθος για την ανθρώπινη ζωή και η αφαίρεσή της, εν καιρώ ειρήνης, για οποιονδήποτε λόγο με παγώνει και με γεμίζει εχθρότητα απέναντι στούς δολοφόνους και, φυσικά, πολύ θετικά αισθήματα για τα θύματα και τούς αγαπημένους τους. Και σκέφτομαι για τον Σωκράτη που γεννήθηκε 20 χρόνια μετά απο μένα, το 1973, οτι αγωνιζόταν να επιβιώσει μέσα σ΄αυτό το άγριο σκηνικό που διαμορφώθηκε στα media απο κάποια στιγμή και μετά – προσπαθώντας να είναι όσο γινόταν πιο «σωστός» μέσα στις μεγάλες δυσκολίες. Το κείμενο του Τάσου Τέλογλου «Απο τον ονομαστικό μέτοχο στην πλήρη ανωνυμία», λέει περίπου αυτά που λές κι΄εσύ, με τον δικό του βέβαια τρόπο. Περιέχει και ενα link όμως πρός μια επιστολή που είχε γράψει ο δολοφονημένος στον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο που, ξέρω, δεν θές να την διαβάσεις. Εγώ προσπάθησα πολύ και την διάβασα. Εκει θα δείς πόσο σκληρό και περίπλοκο είναι το περιβάλλον στο οποίο αναγκάζεται να κινηθεί ενας νέος δημοσιογράφος που, ναί, είναι «φιλόδοξος» και τον πνίγει, καλώς ή κακώς, αυτό που εκείνος θεωρεί «δίκιο του».

Δεν είναι, Ρίκα μου αγαπημένη, όλα τα παιδιά της δημοσιογραφίας τόσο τυχερά και «καλομαθημένα» όσο εγώ και εσύ – που μας ανοίχτηκαν όλες οι πόρτες εύκολα μόλις φάνηκε το ταλεντάκι μας. Παιδιά σαν τον Σωκράτη έπρεπε να μπούνε «πιό βαθιά» και να τολμήσουνε, να ρισκάρουνε και τη ζωή τους ακόμα, για να «δικαιωθούν» και να γίνουν «καλοί στη δουλειά τους» και, γιατί όχι, «πετυχημένοι» όπως τα αφεντικά τους.

Σ΄ευχαριστώ που μου έδωσες την αφορμή να εκφράσω αυτές τίς σκέψεις σήμερα. Στην αρχή θύμωσα με το κείμενό σου, σιγά-σιγά όμως σε κατάλαβα. Και ένοιωσα την ανάγκη να σου στείλω ενα γράμμα ενδο-protagon-ικό, να εξηγηθώ και να σου εξηγήσω.

Καλό μας καλοκαίρι κι ελπίζω να βρεθούμε σύντομα.

Tuesday 20 July 2010

Ένας από μας...

της Ρίκας Βαγιάνη

Θα ξεράσω με τις αγιογραφίες. Ο μακαρίτης είχε πιο φανατικούς εχθρούς κι από τον Μέριλιν Μάνσον. Στην καλύτερη και πιο έντιμη περίπτωση είχε «ορκισμένους πολέμιους». Γράψτε ό,τι θέλετε, (γι αυτό άλλωστε, έχουμε τα σχόλια παρακάτω) αλλά εγώ δεν μπόρεσα να καταπιώ ποτέ το είδος δημοσιογραφίας που εκπροσωπεί η λογική της κρυφής κάμερας, το ρεπορτάζ- αγιατολλάχ και η ανώνυμη μπλογκογραφία με σημαία Λιβερίας. Τον μακαρίτη (και όλη τη σχολή που δημιούργησε) τον «συμπαθούσα» τόσο πολύ, που η πρώτη πρώτη μου, απαίσια, ομολογώ σκέψη μετά το φονικό ήταν: «Ποιος μ… τον έκανε ήρωα;»

Η λογική του «Τρωκτικού» είναι το είδος της ενημέρωσης που λατρεύω να μισώ. Αντιπροσωπεύει όλα όσα μου έμαθαν ότι δεν είναι δημοσιογραφία: αρλούμπες καταγγελίες, ντεμέκ αποκαλύψεις κουτουρού, κάτι χύμα ανορθογραφίες και κουίζ κυτταρίτιδας σε αμοντάριστα πλάνα- ο δε όρος «διασταύρωση»; Μόνο ως σύντομο ανέκδοτο ή σήμα της Τροχαίας λειτουργεί στο μαγαζί αυτών των παιδιών.

Είμαι παλιό κεφάλι και αγύριστο. Στο μεσόκοπο πλέον μυαλό μου, που ακόμα δουλεύει με συντακτική ιεραρχία, τακτοποιημένα κασέ και μονόστηλα, όλο αυτό ισοδυναμούσε ένα κακόηχο ψηφιακό παραλήρημα. Δεν ήξερα να πω ακριβώς τι δουλειά έκαναν τα παιδιά του Τρωκτικού, πάντως με σιγουριά μπορούσα να δηλώσω ότι δεν ασκούσαμε το ίδιο επάγγελμα. Κι όταν άρχισε να σέρνεται γύρω μας αυτό το τοξικό σάλιο, αυτό το χρονικό μιας προαναγγελθείσης δολοφονίας δημοσιογράφου, ο τελευταίος άνθρωπος που θα μπορούσα να ποτέ σκεφτώ ότι θα ήταν στόχος των εκτελεστών, ήταν ένας «Τρωκτικός. Βλέπετε, δεν τον θεωρούσα «έναν από μας». Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Τα μισά του posts χάλαγαν τον κόσμο γράφοντας ή φιλοξενώντας ανορθόγραφες κραυγές για τους «αλήτες, ρουφιάνους δημοσιογράφους». Διαχώριζε (εκείνος ή η σχολή που δημιούργησε) πλήρως και απολύτως τη θέση του από το επαγγελματικό μας συνάφι. Εγραφε πολύ συχνά ανώνυμα ή ψευδώνυμα, πράγμα που αντιλαμβάνεσθε τι αβύσσους αντιπαλότητας μπορεί να δημιουργήσει με μια διαδικτυακή γειτονιά όπως αυτή του Protagon, ας πούμε, όπου αν δεν υπογράφεις τα κείμενά σου φαρδύπλατος, με τη φωτογραφία σου φάτσα-φόρα, απλώς δεν υπάρχεις.

Δεν ήταν «ένας από μας».

Και μετά τον εκτέλεσαν. Μπορεί να πάγωσε το αίμα μου αλλά περιέργως, ξεπάγωσε το μυαλό μου. Σκέφτηκα «διαφορετικά», που λέμε κι εδώ, στο δικό μας μαγαζί: σκέφτηκα πώς υπάρχει μόνο ένα πράγμα που σιχαίνομαι περισσότερο από τη λογική του ρεπορτάζ-ταλιμπάν, κι αυτό είναι οι ίδιοι οι Ταλιμπάν. Υπάρχει ένα πράγμα που με φοβίζει περισσότερο από την ασύδοτη αρβύλα στο όνομα της ελεύθερης έκφρασης, κι αυτό είναι η κατάργηση της ελεύθερης έκφρασης.

Είμαι παλιό κεφάλι, αγύριστο. Τους αντιπάλους μου τους θέλω ολοζώντανους, υγιέστατους, και στην καλύτερή τους φόρμα, για να μπορώ να τους αντιμάχομαι, με ιδέες, πράξεις και επιχειρήματα. Εκατό χιλιάδες ανώνυμα «τρωκτικά» να ξεφυτρώσουν, τίποτα δεν μπορεί να με τρομάξει από τα κείμενά τους (εκτός ίσως, από το πόσο ανορθόγραφα τα γράφουν, καμιά φορά!) Αλλά ένα και μόνο χτύπημα κουδουνιού, σ΄ένα διαμερισματάκι στην Ηλιούπολη, στις πέντε το πρωϊ; Ένας νέος άντρας που αφήνει ξεψυχώντας, τη γυναίκα που αγαπούσε, μ' ένα μωράκι στην αγκαλιά κι άλλο ένα στην κοιλιά;

Ναι, ξερνάω με τους βαρυπενθούντες κροκοδείλους που θα έκαναν πάρτυ με βίζιτες στο Αβέρωφ, αν τον πατούσε, κατά λάθος, ένα τρένο. Ναι, είχε κάργα εχθρούς. Αλλά αυτός ο άνθρωπος, αγαπητός, μισητός, συμπαθής ή όχι, ήταν αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού μιντιακού μικρόκοσμού μας.

Και φυσικά, ήταν «ένας από μας».

Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.

(ΥΓ. Τα βαθύτατα, ειλικρινέστερα, ολόψυχα συλλυπητήριά μου στους οικείους του θύματος. )

πηγή: www.protagon.gr