Monday, 10 September 2007

Νίκος Νικολαΐδης, αντισυμβατικός ώς το τέλος



Μαχόταν την «κανονικότητα» με πάθος σε όλες του τις ταινίες. Οι ήρωές του, απολύτως αντισυμβατικοί, ζουν στο περιθώριο και στο τέλος χάνονται όχι από επαναστατικό μένος αλλά από επιθυμία να πεθάνουν όποτε θέλουν και με τον τρόπο που θέλουν. Ο σκηνοθέτης Νίκος Νικολαΐδης έφυγε αιφνίδια από τη ζωή σε ηλικία 68 ετών. Ο θάνατος οφειλόταν σε πνευμονικό οίδημα όπως διαγνώστηκε στο Ιατρικό Κέντρο όπου νοσηλευόταν.

Από τη στιγμή που εμφανίστηκε στο ελληνικό σινεμά, με τη μεγάλου μήκους «Ευρυδίκη Β.Α 2037», την κρίσιμη αλλά και αναζωογονητική δεκαετία του ’70, έως την τελευταία του παραγωγή, το «The zero years», πριν από δύο χρόνια, δεν σταμάτησε να «ενοχλεί» προκαλώντας τη μήνιν αλλά και τον έπαινο των κριτικών. Αυθεντικός, οργισμένος δημιουργός, με προσωπικό στυλ, κινηματογραφική οξύνοια και τόλμη, ανήκε στους πρωτοπόρους της γενιάς του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, που εναντιώθηκαν στον κατεστημένο κώδικα, προτείνοντας μια εντελώς διαφορετική αισθητική και θεματολογία. Το «διαφορετικό» στον Ν. Νικολαΐδη είχε εξελιχθεί σε ακραίο,, αλλά δεν έπαψε ποτέ να υπηρετεί με συνέπεια και βαθύτατη γνώση του μέσου, την τέχνη του.



Γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου του 1939, μεγάλωσε στα Εξάρχεια, στην Εμμανουήλ Μπενάκη, και ήταν παιδί της Κατοχής: «Ακόμη έχω εφιάλτες από σκηνές με Γερμανούς, με Ιταλούς, με ανατινάξεις, με σφαγές που έβλεπα κάτω από το παράθυρό μου στα Δεκεμβριανά, με εκρήξεις χειροβομβίδων, με πεθαμένα παιδιά στα οδοφράγματα», είχε δηλώσει. Αρχισε τη σταδιοδρομία του ως βοηθός του σκηνοθέτη Βασίλη Γεωργιάδη (στην «Κατάρα της μάνας», το «πρώτο ελληνικό γουέστερν» όπως έλεγε). Εκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο σε ηλικία 23 ετών με τη μικρού μήκους «Lacrimae rerum» (εμπνευσμένη από ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα), συνέχισε με το «Ανευ ορων»(1963), ένα 45λεπτο φιλμ. Με την «Ευρυδίκη Β.Α 2037» πέτυχε μια εντυπωσιακή είσοδο στη μεγάλου μήκους παραγωγή. Συνήθιζε να λέει ότι ήταν «η πιο στέρεη ταινία που είχε γυρίσει». Στο εξωτερικό είδαν στην «Ευρυδίκη» το «πρόσωπο της φυλακισμένης Ελλάδος». Ηταν η εποχή «που μαζεύονταν τρεις - τέσσερις σκηνοθέτες και βοηθούσε ο ένας τον άλλον όσο μπορούσε». Η υποδοχή επιφυλακτική. Ομως ο Ν. Νικολαΐδης δεν απογοτεύτηκε: «Μου έδινε κουράγιο όταν υπήρχαν αντιδράσεις». Το επόμενο βήμα του ήταν μια μεγάλη εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία: «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» (1979). Επανέρχεται με τη «Γλυκειά συμμορία» (1983) για να διηγηθεί την ιστορία μιας παρέας που ενώνεται και εναντιώνεται στο σύστημα, αυτοπυρπολούμενη μέσα σε έναν προσωπικό κώδικα ηθικής και αξιοπρέπειας. Ακολούθησαν η «Πρωϊνή περίπολος» (1987, μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, μια έρημη κατεστραμμένη πόλη, μια συμβολική ελεγεία για ένα τέλος που μοιάζει με εφιάλτη), το «Singapore Sing» (1990), «Θα σε δω στην κόλαση αγάπη μου» (1999), «Ο χαμένος τα παίρνει όλα» (2002) και «The zero years» (2005).

Φανατικός κινηματογραφόφιλος, έβλεπε τα πάντα, 2 με 3 ταινίες την ημέρα, σε ειδική αίθουσα στο σπίτι του στην Κηφισιά: Τζέρι Λούις, Κιούμπρικ, Ορσον Ουέλς, Ολντριτς, Σιόντμακ, Τσάρλι Τσάπλιν, οι αγαπημένοι του. Από τη σύγχρονη γενιά, ξεχώριζε τον Κουστουρίτσα, τον Γουιντερμπότομ και τον Λαρς φον Τρίερ. Σταμάτησε να πηγαίνει σινεμά όταν «άρχισαν να πέφτουν στην αίθουσα πασατέμποι, κομπολόγια και κινητά». Η εντυπωσιακή μονοκατοικία του στο Κεφαλάρι, όπου ζούσε με τη σύζυγό του, σύντροφό του επί χρόνια και σταθερή συνεργάτιδά του, σκηνογράφο Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου, ήταν το μόνιμο βασίλειό του. Σπάνια δρασκέλιζε την πόρτα. «Ακολουθώ την υποβρύχια τακτική: πλέω βαθιά, σιγανά, αθόρυβα. Οταν βρώ τον στόχο, αναδύομαι, χτυπώ και φεύγω...». Οταν τον συναντήσαμε για τελευταία φορά στο σπίτι του, πριν από δύο χρόνια, με αφορμή ένα τηλεοπτικό αφιέρωμα στην ΕΤ1, τον ρωτήσαμε τί φοβάται: «Δεν έχω κανένα φόβο. Πολλά θέματα έχουν τοποθετηθεί. Παραδέχομαι ότι δεν θα παραδεχτώ χιλιάδες πράγματα που με ενοχλούν. Εχω έρθει σε αρμονία με τη δυσαρμονία μου. Είμαι καλά».

Ο Ν. Νικολαΐδης είχε δύο παιδιά: τον Συμεών, μουσικό, και τη Θεοδώρα.

«Δεν μπορώ να γράψω παραμύθια»



Στις ταινίες του προβάλλει έντονα την αγωνία του για ένα μέλλον ζοφερό, εφιαλτικό και απρόσωπο, όπου ο ιδιωτικός χώρος ελέγχεται, τα συναισθήματα συνθλίβονται και ο έρωτας δεν έχει νόημα. Ακόμη και όταν επιστρέφει για να επαναδιαπραγματευτεί έννοιες όπως η φιλία και η συντροφικότητα («Ο χαμένος τα παίρνει όλα»), οι ήρωές του έχουν «απλήρωτους λογαριασμούς» με τη ζωή και επιλέγουν ως έξοδο το θάνατο: «Πολλοί ξεκίνησαν για τη θάλασσα, φεύγοντας από την πόλη, αλλά κανείς δε γύρισε να μας πει αν τα κατάφερε. Δεν ξέρω αν υπάρχει έξοδος», σχολίαζε σιβυλλικά, αναφερόμενος σε μια σκηνή που επανερχόταν συχνά στις ταινίες του: η πορεία προς τη θάλασσα. Αν τον ρωτούσες γιατί εμμένει σε αυτό το κλειστό, ερμητικό σύστημα, απαντούσε: «Ετσι ερμηνεύω εγώ τον κόσμο. Ξέρετε, έχω μια αδυναμία με τα σενάρια. Δεν μπορώ να γράψω παραμύθια. Δεν μπορώ να γράψω κάτι μη βιωμένο». Η στάση του συνοψιζόταν στη φράση: «Εμμονή στη συνέπεια και συνέπεια στην εμμονή».

Της Μαριας Κατσουνακη

2 comments:

Master said...

Χαίρομαι που σου άρεσαν οι φώτο που έφτιαξα για τον Jim! Thanks!

Anonymous said...

Apla theos o Nikolas!!!